- ὑμνητός
- ὑμνητόςsung ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμνητός — ή, όν, Α [ὑμνῶ] αυτός που εξυμνείται, που επαινείται … Dictionary of Greek
ὑμνητόν — ὑμνητός sung of masc acc sg ὑμνητός sung of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύμνητος — ον, ΜΑ αυτός που υμνείται από όλους («τὴν πανύμνητον ἑορτασάντων πανήγυριν», Αμφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑμνητός (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ ύμνητος] … Dictionary of Greek
τελειοΰμνητος — ον, Α αυτός που έχει πλήρως υμνηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + ύμνητος (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ ύμνητος] … Dictionary of Greek
ὑμνητῶν — ὑμνητής one who sings of masc gen pl ὑμνητός sung of fem gen pl ὑμνητός sung of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιΰμνητος — ον, ΜΑ αυτός που υμνείται παντού, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὑμνητός (< ὑμνῶ)] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυύμνητος — η, ο / πολυύμνητος, ον, ΝΜΑ αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὑμνητός (< ὑμνῶ)] … Dictionary of Greek
υμνήσιος — ον, Α [ὕμνησις] υμνητός … Dictionary of Greek
υμνητικός — ή, ό / ὑμνητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑμνητός] επαινετικός, εγκωμιαστικός («αἱ Μοῡσαι θεαὶ καὶ Ἀπόλλων μουσηγέτης καὶ ἡ ποιητικὴ πᾱσα ὑμνητική», Στράβ.). επίρρ... υμνητικώς / ὑμνητικῶς, ΝΑ, και υμνητικά Ν με εγκωμιαστικό τρόπο, με ύμνους … Dictionary of Greek